Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [β]

10. Ὁ δραπέτης

Δραπέτευσε ἀπ' τ' ἀντικρυνό μας Λούνα Πάρκ
τό λιοντάρι. Ἐκεῖνο τό γέρικο πού βρώμαγε
μές στό κάτουρο καί τό σκατό
ψωραλέο, μυγοφαγωμένο
μ' ἕνα βρυχηθμό μπαλσαμωμένο.
Λέων ὁ Ἀφρικανός. Κανέναν δέν ἔπειθε.

Μονάχα στίς δύο, νύχτα βαθιά,
μᾶς τάραζε
μέ κάτι ἀπεγνωσμένους βρυχηθμούς
πού δέν ἔλεγαν νά τελειώσουν.
Ὅλοι εἶχαν κάνει τά σχετικά παράπονα.

Κι ὅταν δραπέτευσε κυκλοφόρησαν
σπαραχτικές ἱστορίες
- ἦταν ἀνθρωποφάγο -
κι ἀρκετοί ἀναδείχτηκαν
ἐξ αἰτίας του σέ ἥρωες,
ὥσπου τό βρῆκαν
πίσω ἀπό κάτι θάμνους
λίγα μέτρα μακριά ἀπ' τό κλουβί του
ψόφιο. Θά τό εἶχαν ξεκάμει, φαίνεται,
ἡ συγκίνηση καί τά πόδια του
μισοπαράλυτα ἀπ' τό κλουβί.

Τά κλουβιά πού δαμάζουν τούς ἵμερους
ἔχουν τή χρησιμότητά τους,
ἀνακουφισμένοι ἀπεφάνθησαν.

Βασιλιά μου Ἀφρικανέ τί μνῆμες ἰχνηλάτες
τί ὄνειρα κυνηγοί
σέ βρῆκαν καί σέ σπάραξαν;


11. Καθαρόαιμο

Λευκή φοράδα τοῦ Ἱπποδρόμου
σέ εἶχαν ξεκάμει τά ντοπαρίσματα,
τά στοιχήματά τους.
Χτυποῦσε ἡ καρδιά σάν πιστόνι,
ματωμένα τά πλευρά,
ἀφρίζοντας τά ρουθούνια.

Ὡραία πού ἤσουν τήν αὐγή
μέ τ' ἀγόρι στή ράχη δελφίνι
νά προχωρεῖτε βαθιά
στ' ἁρμυρά φαληρικά νερά
μόνο τά κεφάλια σας ὄξω
ἀγωνιζόμενα, νικηφόρα.

Ἄχρηστη πρίν τήν ὥρα σου
σέ πούλησαν νά σέρνεις
τ' ἁμάξι τοῦ ἀνίκανου
κι ἐσύ ἀφήνιασες,
θάρρος καθαρόαιμο,
ὅλους τούς τρόμαξες.

Κι ὡραία πού ἤσουν σήμερα
ὅταν ὁ ἀνίκανος, τρομαγμένος,
πῆρε τό πιστόλι
καί σοῦ τίναξε τά μυαλά.
Ἤσουν ἀγριεμένη γιά τή νίκη.
Θάρρος καθαρόαιμο, ἀπόψε θέλω ν' ἀφηνιάσεις.


12. Προσκύνημα

Ξερό στέρφο τοπίο, πέτρα καί πάλι πέτρα,
σακατεμένη περιμένω ἕνα θαῦμα
σέρνοντας τόν ἑαυτό μου
στά πυρωμένα τοῦ μεσαυγούστου λιθάρια
ἀνάμεσα στόν ἱδρωμένο ὄχλο σακάτηδων
πού κινούμαστε ἀργά σάν ἀρνιά
γιά σφαγή᾿
καί ποῦ ξέρουμε ἄν τό θαῦμα
δέ θά εἶναι ἀμείλιχτο
μαχαίρι θυσίας;

Μπλεγμένοι σέ τοῦτα τ' ἀγκάθια
ἥλιου κι ἐλπίδας
κρεμασμένοι λάμπουμε
μικρά χρυσά μέλη
εἰκόνας θαυματουργῆς.

(Τῆς Χάρης Της, Τῆνος 1973)


13. Τό φάρμακο

Φάρμακο ὅλο τό σπίτι
βρωμᾶ πνίγει.
Λαίμαργες, ἀνίκανες ν' ἀντισταθοῦν
βγαίνουν οἱ κατσαρίδες
σφαδάζουν σ' αὐτό τό γλυκό πράμα
παγιδευμένα ἅρματα μάχης.

Δέ μπορῶ πιά
συντριμμένη ἀπ' αὐτό πού κατέβηκε
ὁρμητικό πάνω μου
ματώνοντας
γιατί ὅταν μέ εἶδαν
φώναξαν μέ φρίκη
καί μ' ἔβγαλαν
ἔξω ἀπό τή μάχη.

Βουλιάζοντας στό δικό μου αἷμα
οἱ κεραῖες μου
σπασμένες πιάνουν τόν κώδικα
πού κι οἱ ἄλλοι ὅταν εἶναι
πολύ ἀργά θά διαβάσουν.
Φαρμάκι αὐτό τό σπίτι
φαρμάκι.

(Νοέμβρης '73)


14. Γιάννενα

Παίζουν πόκα στά καφενεῖα,
παίζουν πρέφα,
πηχτή ὁμίχλη μᾶς
ἀποκηρύσσει στήν ἀνία.

Πίσω ἀπό καφασωτά
οἱ τρεῖς γριές
κουτσομπόλισσες κόβουν
καί ράβουνε μέρες.

Φορῶ τ' ἀμπέχωνό σου
ἐγώ, ὁ Πάτροκλός σου,
τῆς ἀγάπης ἡ ἁρματωσιά,
προφυλαχτικό.

Ἐδῶ οἱ μέρες κατεβαίνουν
σάν τσοπάνηδες ἀπ' ἄγριες
ἀπάτητες μοναξιές
ὁδηγώντας στή σφαγή

λευκούς ἐραστές
πού μᾶς ζέσταιναν
σέ λερωμένες προβιές
χιονιοῦ κι ἐρημιᾶς.

Ἀστραπές πάνω ἀπ' τή λίμνη
ἀνασύρουν τήν κυρά Φροσύνη
δεμένη μές στό σακκί της
κρύα. Ποτίζω τό βασιλικό,

μπαλώνω τίς κάλτσες σου,
μπαλώνω τίς μέρες μας,
γιά μιά μέλλουσα -
θά 'λεγες - χρήση.


15. Ἀλλά

Ποιήματα σάν ψέματα
αἵματα πού πήζουν
μυθιστόρημα ἐγώ
ἐξωμήτριος
μ' ἀρέσουν
καπέλλα πού παίρνει
κυπαρίσσια πού λυγίζει
ὁ ἄνεμος
ἄνθρωποι πού πέφτουν
ἀπορριγμένοι στό ἔσχατο
ἐλάχιστο δωμάτιο τοῦ στενόμακρου
ἄσπρου σπιτιοῦ "Ἀλλά".

Δωρεάν Διαδρομή [α]

1. Ἡ σύζυγος Μούσα

Καισαρική τομή ἡ ποίηση᾿
βγάζω ἕνα ἥσυχο
γαλανό μωρό,
ἔκθετο ἀρνητικό.

Ὅμως ἐκτός ἀπ' αὐτό
τί ἄλλο ἔχω;
Ἄν κι ἡ πρώτη νύχτα
κι ὅλες οἱ ἄλλες

ἦταν βιασμός!


2. Ἐν μέσῃ καμίνῳ

Ἐν μέσῃ καμίνῳ
σήκωσα τό βαρύ σφυρί
μέ μιά
μόνη σφυριά
ἄνοιξα τό κεφάλι.

Βρῆκα τή φλέβα᾿
ἀτόφιο χρυσάφι
τοῦ πατέρα μου τά δόντια.


3. Τό ἀσανσέρ

"Στό ἀσανσέρ θά μπῶ.
Μέ περιμένει
ὁ βιαστής δολοφόνος μου
μαζί ν' ἀναληφτοῦμε!"

Τραγούδησε τό παιδί
κι ὁ λαιμός του φέρνει
τῶν λόγων μελανά σημάδια.
Κόλλησε τό μαῦρο κουτί.

Ἐσύ
κάλεσε
κι ἀνάμενε
τήν κάθοδό σου.


4. Προβολή

Πάνω στή μηχανή προβολῆς
νεκρός ὁ χειριστής,
μεροκάματο κι αὐτό
σέ θάλαμο σκοτεινό.

Λαχανιάζει ἡ μηχανή
ἀναστενάζει ἡ ταινία,
βρώμικη ἱστορία κι αὐτή
στά σκοτεινά σκοντάφτει.

Ἀθῶα δῆθεν συναντᾶμε
ἄγνωστα χέρια, γόνατα᾿
βρῆκε μόνο του
ὁ δολοφόνος τό θύμα.

Ἀπό ψηλά σκιές εὐλογεῖ
μέ σκιές, φωτεινή δέσμη,
μαῦρο μοναχικό κελλί
μαῦρο μοναχικό μάτι.


5. Ἰδιωτεία

Μοῦ συνέβηκε
ὁ ἑαυτός μου
σά δυστύχημα,
ὑγρή ἑλληνική ταινία
"Μάνα δέ θέλω νά γεράσω ἐδῶ."

Στριγγλίζει
αὐτό πού χτύπησε
καί χτυπήθηκε
καί σ' ἐγκαταλείπουν
στό δικό σου αἷμα νά πνίγεσαι.

Κομμένο ὑστερικό φῶς
φτύνεις φόβο, πλήξη
βωβή μέσα σ' ἕνα λαό
ἀδιάβροχες λέξεις,
βασανισμένες κυνηγημένες ἐκφράσεις.

Εἶσαι ἀκατάλληλη. Σάν τό λαό σου
φθαρμένη. Ἀπαγορευμένη.


6. Γαλάζια Rover

Ἄψογη κυρά
μ' ἀνώτερη συμπεριφορά
γνήσια γαλάζια Rover.
Στόμα σκοτεινό ρονρονίζοντας γλυκά,
στέγη ἀπό βροχή, κρύο καί κακό,
σ' Εὐρώπη κι Ἰνδίες τούς σύστησε
ἀποστάσεις στήνοντας ἀνάμεσα
σ' ἀπρονόητους ἐραστές
κι ἐκείνους πού κυνηγᾶνε
ὀφειλέτες.
Τελικά
πιάστηκαν.
Στραβοτιμονιά καμμιά
κανένα φταίξιμο τῆς γλυκειᾶς κυρᾶς.

Στέρεψαν
κι ἔσβησαν.

Τελευταῖα
ἀπ' ὅσα εἶχαν καί δέν εἶχαν
τήν πούλησαν.


7. Σοῦ 'κλεψα

Φεύγοντας σοῦ 'κλεψα
τήν ὀδοντόβουρτσα.
Παλιά τριμμένη μισοφαγωμένη
δέ φαντάζομαι
νά σοῦ ἔλειψε.

Καιρός ἦταν
νά πάρεις μιά καινούργια.
Ἐγώ κάθε πρωΐ
τά δόντια μου
μέ τήν ὀδοντόβουρτσά σου πλένω

στό στόμα μου
τό στόμα σου
τή δική σου γεύση
φιλώντας.

Ὅσο καιρό μοῦ κρατήσει
δέ θά φύγει
ἀπό τό στόμα μου
ἡ γλώσσα σου.


8. Λεωφόρος Συγγροῦ

Ἐάν αὐτός ὁ ταξιτζής
μοῦ κάνει πρόταση γάμου
θά δεχτῶ.
Θέλω μιά διαδρομή δωρεάν.
Νά δῶ νά λάμπουν
στό Δέλτα ἀτσαλένια
τά φαληρικά ὕδατα.
Νά καθήσω στό Ἐδέμ
-ὄχι τόν κῆπο- τό καφενεῖο
νά πιῶ τόν καφέ μου.
Κι ἡ θάλασσα νά ξερνᾶ
πετρέλαιο κι αὐτόχειρες
καθώς ἡ μέρα ἰριδίζει
φρέσκο ψάρι πού ἀπολεπίζεις.

Κάποτε θά τελειώνει ἡ Λεωφόρος Συγγροῦ.
Δέ γίνεται νά λέγεται ζωή
ἡ ἀναμμένη μηχανή πού βρυχιέται
ἀνυπόμονη.
Τά φῶτα πού ψάχνουν
σβήνουν πάνω μου.
Μόνον οἱ ἐραστές, ἀσφαλισμένοι
στῶν αὐτοκινήτων τους
τ' ἀτσαλένιο ἐνυδρεῖο,
καταδύονται στό δικό τους βυθό,
σιωπηλοί δύτες
πνιγμένοι ἀπό καιρό.


9. Στάση Ἐδέμ

Πιστή στό κάλεσμα τοῦ κυνηγοῦ
σκύλα ἡ θάλασσα
στή μουσούδα της τήν κράτησε
στά βράχια παραδίνοντάς την
σημείωμα τσακισμένο
πλάϊ στά διπλωμένα
ταχτικά ροῦχα της.

Ἄνοιξε ὁ ἀστυνόμος
μαύρη ὀμπρέλα
ἀπό τήν ἤρεμη βροχή
στέγη νά βροῦν τά στοιχεῖα.

Στάση Ἐδέμ! Ἐδῶ τό τέρμα
κι ἡ ἀφετηρία,
φωνάζει ὁ εἰσπράκτορας
κι ὁ περίεργος ὄχλος
μπαίνει στό λεωφορεῖο.