Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Μουσῶν 9 [γ]

Ὁ Δραπέτης

Δραπέτευσε ἀπό τ' ἀντικρινό μας Λούνα Πάρκ
τό λιοντάρι. Ἐκεῖνο τό γέρικο πού βρώμαγε
μές στό κάτουρο καί τό σκατό
ψωραλέο, μυγοφαγωμένο
μ' ἕνα βρυχηθμό μπαλσαμωμένο.
Λέων ὁ Ἀφρικανός. Κανέναν δέν ἔπειθε.

Μονάχα στίς δύο, νύχτα βαθειά,
μᾶς τάραζε
μέ κάτι ἀπεγνωσμένους βρυχηθμούς
πού δέν ἔλεγαν νά τελειώσουν.
Ὅλοι εἶχαν κάνει τά σχετικά παράπονα.

Κι ὅταν δραπετευσε κυκλοφόρησαν
σπαραχτικές ἱστορίες
-ἦταν ἀνθρωποφάγο-
κι ἀρκετοί ἀναδείχτηκαν
ἐξ αἰτίας του σέ ἥρωες,
ὥσπου τό βρῆκαν
πίσω ἀπό κάτι θάμνους
λίγα μέτρα μακριά ἀπ' τό κλουβί του
ψόφιο. Θά τό εἶχαν ξεκάμει, φαίνεται,
ἡ συγκίνηση καί τά πόδια του
μισοπαράλυτα ἀπ' τό κλουβί.

Τά κλουβιά πού δαμάζουν τούς ἵμερους
ἔχουν τή χρησιμότητά τους
ἀνακουφισμένοι ἀπεφάνθησαν.

Βασιλιά μου Ἀφρικανέ τί μνῆμες ἰχνηλάτες
τί ὄνειρα κυνηγοί
σέ βρῆκαν καί σέ σπάραξαν;

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Μουσών 9 [β]

Σοῦ 'κλεψα

Φεύγοντας σοῦ 'κλεψα
τήν ὀδοντόβουρτσα.
Παλιά τριμμένη μισοφαγωμένη
δέ φαντάζομαι
νά σοῦ ἔλειψε.

Καιρός ἦταν
νά πάρεις μιά καινούργια.
Ἐγώ κάθε πρωΐ
τά δόντια μου
μέ τήν ὀδοντόβουρτσά σου πλένω

στό στόμα μου
τό στόμα σου
τή δική σου γεύση
φιλώντας.

Ὅσο καιρό μοῦ κρατήσει
δέ θά φύγει
ἀπό τό στόμα μου
ἡ γλώσσα σου.

Λεωφόρος Συγγροῦ

Ἐάν αὐτός ὁ ταξιτζής
μοῦ κάνει πρόταση γάμου
θά δεχτῶ.
Θέλω μιά διαδρομή δωρεάν.
Νά δῶ νά λάμπουν
στό Δέλτα ἀτσαλένια
τά φαληρικά ὕδατα.
Νά καθήσω στό Ἔδεμ
-ὄχι τόν κῆπο- τό καφενεῖο
νά πιῶ τόν καφέ μου.
Κι ἡ θάλασσα νά ξερνᾶ
πετρέλαιο κι αὐτόχειρες
καθώς ἡ μέρα ἰριδίζει
φρέσκο ψάρι πού ἀπολεπίζεις.

Κάποτε θά τελειώνει ἡ Λεωφόρος Συγγροῦ.
Δέν γίνεται νά λέγεται ζωή
ἡ ἀναμμένη μηχανή πού βρυχιέται
ἀνυπόμονη.
Τά φῶτα πού ψάχνουν
σβήνουν πάνω μου.
Μόνον οἱ ἐραστές, ἀσφαλισμένοι
στῶν αὐτοκινήτων τους
τό ἀτσαλένιο ἐνυδρεῖο,
καταδύονται στό δικό τους βυθό,
σιωπηλοί δύτες
πνιγμένοι ἀπό καιρό.

Στάση Ἔδεμ

Πιστή στό κάλεσμα τοῦ κυνηγοῦ
σκύλα ἡ θάλασσα
στή μουσούδα της τήν κράτησε
στά βράχια παραδίδοντάς την
σημείωμα τσακισμένο
πλάϊ στά διπλωμένα
ταχτικά ροῦχα της.

Ἄνοιξε ὁ ἀστυνόμος
μαύρη ὀμπρέλα
ἀπό τήν ἤρεμη βροχή
στέγη νά βροῦν τά στοιχεῖα.

Στάση Ἔδεμ! Ἐδῶ τό τέρμα
κι ἡ ἀφετηρία,
φωνάζει ὁ εἰσπράκτορας
κι ὁ περίεργος ὄχλος
μπαίνει στό λεωφορεῖο.