Τρίτη 21 Δεκεμβρίου 2010

Στεφανωμένοι κυνόροδα

The warmth and chill
Of wedded Life and Death.
                Herman Melville

Ναι, ήταν έρωτας σαν παραμύθι,
Από την αρχή καταδικασμένος,
Αυτός για μιαν Ινδή μαχαρανή,
Εκείνη για έναν Σκωτσέζο αξιωματικό.

Συγγενείς εξοργισμένοι γιατί
Έλληνες νέοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί
Τον άλλον εαυτό τους αγάπησαν
Αλλόφυλο κι αλλόπιστο

Με φωνές, απειλές,
Κλάψες, κατάρες,
Τους ανάγκασαν ν' απαρνηθούν
Τον άλλον και να συζευχθούν

Δικό μας άνθρωπο.
Τα ίδια έπραξαν Ινδοί
Και Βρετανοί τρέμοντας
Μη μιανθούν

Μ' αίμα κατώτερο Γραικών δολίων,
Στην φωτογραφία την ασπρόμαυρη χαμογελούν,
Μεσούντος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου,
Πάνω σε μιαν Αφρικάνικη αιμασιά σκαρφαλωμένοι.

Θριαμβεύουν στη νειότη τους
Αθάνατοι στην ωραιότητά τους,
Σχεδόν μυρίζεις τα κυνόροδα
Που γύρω τους ανθίζουν

Καθώς κοιτάνε ερωτικά,
Όχι ο ένας τον άλλον αλλά μπροστά,
Αυτός την Ινδή του;
Εκείνη τον Σκωτσέζο της;

Ρωμιός πήρε Ρωμιά.
Χαμογελούν θριαμβεύοντας
Στεφανωμένοι η Ζωή και ο Θάνατος
Κυνόροδα αμάραντα.

Χρόνια μετά, λαχτάρησα
Ν' αγγίξω τα μοσχομύριστα
Ροδόλευκα σαν μάγουλα
Μωρού αγριοτριαντάφυλλα.

Μάτωσα, η κόρη τους εγώ
Από τους κοφτερούς
Κυνόδοντες των άγριων
Αγκαθιών τους.

Δύσκολα βρίσκεις πια την κυνοροδή,
Την κάποτε οικεία σκυλοτριανταφυλλιά,
Φύλακα άγρυπνο των παλαιών εκείνων
Που την Αειθαλή έστερξαν Ροδή.

Σε δάσος, κοίτη ποταμιού, πλαγιά,
Κατά μήκος των δρόμων σ' όλη τη γειτονιά,
Στην Ελλάδα ολόκληρη επέμενε πάσα ομορφιά
Και τώρα πια δεν επιμένει

Μήτε 'δώ μήτε στην Οικουμένη.

Κυναίγειρος ο Ευφορίωνος

"Εν τούτω τω πόνω..
Ηρόδοτος 6 στ. 114

"Εν τούτω τω πόνω"
Κυναίγειρος ο Ευφορίωνος αρπάχτηκε
από την πρύμνη Μηδικού πλοίου για να το σταματήσει
κι όταν με πέλεκυ απέκοψαν τα χέρια του,
το εχθρικό πλοίο κράτησε
με τα δόντια
έως τον άκρον πόνο.

Παρών και ο αδελφός του,
Αισχύλος ο Ευφορίωνος,
"πολλά τρωθείς", λιπόθυμο
τον σήκωσαν με φορείο από το πεδίο της μάχης.
Ακόμη και στον ύπνο μας, κατέγραψε,
ο πόνος που δεν ξεχνάει
στάζει μες στην καρδιά
έως ότου, παρά τη θέλησή μας,
στην απόγνωση έρχεται η σωφροσύνη,
η χάρη η βιαιη των θεών,
και τούτο το χάραγμα κράτησε
μόνο μνήμα του
"αλκήν δ' ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι..."

Ω Χριστέ μου, φοβόμαστε τον πόνο,
κοντά είναι ο Δάτις κι ο Αρταφέρνης.
Μες στο Μαραθώνιον άλσος, έλος στεκάμενο,
βούρκο με κουνούπια, βατράχια νερόφιδα,
πελαγωμένοι εμείς, δίχως μνήμη,
δίχως θάρρος, άξιο ή όχι.

Μα, δώσε παρακαλώ, εδώ μες στον σωρό,
για λίγο να ευωδιάσει άγριος μάραθος
σαν τον Κυναίγειρο ν' αντέξουμε,
σαν τον Αισχύλο να ευγνωμονούμε.