Τετάρτη 29 Απριλίου 2009

Μουσῶν 9 [γ]

Ὁ Δραπέτης

Δραπέτευσε ἀπό τ' ἀντικρινό μας Λούνα Πάρκ
τό λιοντάρι. Ἐκεῖνο τό γέρικο πού βρώμαγε
μές στό κάτουρο καί τό σκατό
ψωραλέο, μυγοφαγωμένο
μ' ἕνα βρυχηθμό μπαλσαμωμένο.
Λέων ὁ Ἀφρικανός. Κανέναν δέν ἔπειθε.

Μονάχα στίς δύο, νύχτα βαθειά,
μᾶς τάραζε
μέ κάτι ἀπεγνωσμένους βρυχηθμούς
πού δέν ἔλεγαν νά τελειώσουν.
Ὅλοι εἶχαν κάνει τά σχετικά παράπονα.

Κι ὅταν δραπετευσε κυκλοφόρησαν
σπαραχτικές ἱστορίες
-ἦταν ἀνθρωποφάγο-
κι ἀρκετοί ἀναδείχτηκαν
ἐξ αἰτίας του σέ ἥρωες,
ὥσπου τό βρῆκαν
πίσω ἀπό κάτι θάμνους
λίγα μέτρα μακριά ἀπ' τό κλουβί του
ψόφιο. Θά τό εἶχαν ξεκάμει, φαίνεται,
ἡ συγκίνηση καί τά πόδια του
μισοπαράλυτα ἀπ' τό κλουβί.

Τά κλουβιά πού δαμάζουν τούς ἵμερους
ἔχουν τή χρησιμότητά τους
ἀνακουφισμένοι ἀπεφάνθησαν.

Βασιλιά μου Ἀφρικανέ τί μνῆμες ἰχνηλάτες
τί ὄνειρα κυνηγοί
σέ βρῆκαν καί σέ σπάραξαν;

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Μουσών 9 [β]

Σοῦ 'κλεψα

Φεύγοντας σοῦ 'κλεψα
τήν ὀδοντόβουρτσα.
Παλιά τριμμένη μισοφαγωμένη
δέ φαντάζομαι
νά σοῦ ἔλειψε.

Καιρός ἦταν
νά πάρεις μιά καινούργια.
Ἐγώ κάθε πρωΐ
τά δόντια μου
μέ τήν ὀδοντόβουρτσά σου πλένω

στό στόμα μου
τό στόμα σου
τή δική σου γεύση
φιλώντας.

Ὅσο καιρό μοῦ κρατήσει
δέ θά φύγει
ἀπό τό στόμα μου
ἡ γλώσσα σου.

Λεωφόρος Συγγροῦ

Ἐάν αὐτός ὁ ταξιτζής
μοῦ κάνει πρόταση γάμου
θά δεχτῶ.
Θέλω μιά διαδρομή δωρεάν.
Νά δῶ νά λάμπουν
στό Δέλτα ἀτσαλένια
τά φαληρικά ὕδατα.
Νά καθήσω στό Ἔδεμ
-ὄχι τόν κῆπο- τό καφενεῖο
νά πιῶ τόν καφέ μου.
Κι ἡ θάλασσα νά ξερνᾶ
πετρέλαιο κι αὐτόχειρες
καθώς ἡ μέρα ἰριδίζει
φρέσκο ψάρι πού ἀπολεπίζεις.

Κάποτε θά τελειώνει ἡ Λεωφόρος Συγγροῦ.
Δέν γίνεται νά λέγεται ζωή
ἡ ἀναμμένη μηχανή πού βρυχιέται
ἀνυπόμονη.
Τά φῶτα πού ψάχνουν
σβήνουν πάνω μου.
Μόνον οἱ ἐραστές, ἀσφαλισμένοι
στῶν αὐτοκινήτων τους
τό ἀτσαλένιο ἐνυδρεῖο,
καταδύονται στό δικό τους βυθό,
σιωπηλοί δύτες
πνιγμένοι ἀπό καιρό.

Στάση Ἔδεμ

Πιστή στό κάλεσμα τοῦ κυνηγοῦ
σκύλα ἡ θάλασσα
στή μουσούδα της τήν κράτησε
στά βράχια παραδίδοντάς την
σημείωμα τσακισμένο
πλάϊ στά διπλωμένα
ταχτικά ροῦχα της.

Ἄνοιξε ὁ ἀστυνόμος
μαύρη ὀμπρέλα
ἀπό τήν ἤρεμη βροχή
στέγη νά βροῦν τά στοιχεῖα.

Στάση Ἔδεμ! Ἐδῶ τό τέρμα
κι ἡ ἀφετηρία,
φωνάζει ὁ εἰσπράκτορας
κι ὁ περίεργος ὄχλος
μπαίνει στό λεωφορεῖο.

Σάββατο 14 Μαρτίου 2009

Μουσών 9 [α]

Η σύζυγος Μούσα

Καισαρική τομή η ποίησηι
βγάζω ένα ήσυχο
γαλανό μωρό,
έκθετο αρνητικό.

Όμως εκτός απ' αυτό
τι άλλο έχω;
Αν κι η πρώτη νύχτα
κι όλες οι άλλες

ήταν βιασμός!

Εν μέσῃ καμίνῳ

Εν μέσῃ καμίνῳ
σήκωσα το βαρύ σφυρί
με μιά
μόνη σφυριά
άνοιξα το κεφάλι.

Βρήκα τη φλέβα
ατόφιο χρυσάφι
του πατέρα μου τα δόντια.

Προκαταβολή

Πάνω στη μηχανή προβολής
νεκρός ο χειριστής,
μεροκάματο κι αυτό
σε θάλαμο σκοτεινό.

Λαχανιάζει η μηχανή
αναστενάζει η ταινία,
βρώμικη ιστορία κι αυτή
στα σκοτεινά σκοντάφτει.

Αθώα δήθεν συναντάμε
άγνωστα χέρια, γόνατα᾿
βρήκε μόνο του
ο δολοφόνος το θύμα.

Από ψηλά σκιές ευλογεί
με σκιές, φωτεινή δέσμη,
μαύρο μοναχικό κελλί
μαύρο μοναχικό μάτι.

Ιδιωτεία

Μου συνέβηκε
ο εαυτός μου
σαν δυστύχημα,
υγρή ελληνική ταινία
"Μάνα δε θέλω να γεράσω εδώ".

Στριγγλίζει
αυτό που χτύπησε
και χτυπήθηκε
και σ' εγκαταλείπουν
στο δικό σου αίμα να πνίγεσαι.

Κομμένο υστερικό φως
φτύνεις φόβο, πλήξη
βωβή μέσα σ' ένα λαό
αδιάβροχες λέξεις
βασανισμένες κυνηγημένες εκφράσεις.

Είσαι ακατάλληλη. Σαν το λαό σου
φθαρμένη. Απαγορευμένη.

Γαλάζια Rover

Άψογη κυρά
μ' ανώτερη συμπεριφορά
γνήσια γαλάζια Rover.

Στόμα σκοτεινό ρονρονίζοντας γλυκά,
στέγη, από βροχή, κρύο και κακό,
σ' Ευρώπη κι Ινδίες τους σύστησε
αποστάσεις στήνοντας ανάμεσα
σ' απρονόητους εραστές
κι εκείνους που κυνηγάνε
οφειλέτες.
Τελικά
πιάστηκαν.
Στραβοτιμονιά καμμιά
κανένα φταίξιμο της γλυκιάς κυράς.

Στέρεψαν
κι έσβησαν.

Τελευταία
απ' όσα είχαν και δεν είχαν
την πούλησαν.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [η]

Γέννα

Και το όνομα αυτής Ζωή
όπως συνελήφθη τη μέρα
που γιορτάζει η Αγία
Ζωή
Και άν και το όνομα αυτής Ελισάβετ
Eli Sha Vet
Ο Κύριος έδωσε το Λόγο του
Και αν και το όνομα αυτής Μαρία
Μαριάμ
Πικρή θάλασσα Δέσποινα
όμως το όνομα τής Ζωή
και Κόρη
Όπως το κάθε παιδί
αγόρι ή κορίτσι
είναι τούτη η κόρη
Γιατί στην αρχή βγήκα
εγώ
πικρή θάλασσα
αδιαίρετη
που γέννησα
και γεννήθηκα.
Γιατί έδωσα λόγο
και μου δόθηκε.

(30 Σεπτεμβρίου '87)

Αρσενικός

Ένα είναι βέβαιο:
αν πω μαύρο
εσύ θα πεις λευκό.

Σαν το σκύλο μου τον Έκτορα
αρσενικός
κυριαρχικός
ενίοτε επιθετικός
πάντοτε δε υποψιασμένος.

Να μή προσπελάσω
τον ζωτικό σου χώρο.
Δείχνεις τα δόντια σου.

Να μη σε πλησιάσω.
Γυρνάς την πλάτη
κι έτσι πάντα
έχεις τον τελευταίο λόγο
φεύγοντας.

Μια σφιχτή γροθιά θυμωμένα αγκάθια,
σαν τους δεινόσαυρους
κυριαρχείς κι εκλείπεις.

(Οκτώβρης '87)

Ζευγάρι

Ε, να ήμουν ξανθός Νορβηγός
ερωτευμένος με ψηλή Μασάϊ
έβενος ως νύχτα
λυγερή σαν καμηλοπάρδαλη
εκατό βαρύτιμοι κρίκοι ο λαιμός της
το μικρό τρυφερό κεφάλι της να βαστάζουν

- ε, τότε τις πέντε νορβηγικές λέξεις
που θα μάθαινε η αγαπημένη μου
εκατό θα τις περνούσε ο έρωτάς μου
σαν τους κρίκους του μακριού λαιμού της
κι έκπληχτο και τρυφερό το βλέμμα της
σκεφτικό θα μασούλαγε τις πέντε λέξεις μου.

Μα τι να το κάνω
που είσαι λευκός κι αρσενικός
κι απόμακρος πολύ
καθώς μας χωρίζει
η απεραντωσύνη της κοινής μας γλώσσας!

(11 Νοεμβρίου '87)

Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [ζ]

Ἁπλή ἀριθμητική γιά χαμαιλέοντες

Ἐνίοτε ἑκατό ἐτῶν σβήνεις
ἄλλοτε μόλις πέντε ἀνάβεις
ἐνίοτε γιορτάζεις
κάποτε ξοφλεῖς λυπητερές.

Ὅμως ποτέ αὐτό τό ἑκατό
κι αὐτό τό πέντε
δέ γίνονται ἕνα
ἄθροισμα
ἕνα, ἄς ποῦμε, ἑκατόν πέντε.

Χαμαιλέοντας χάνεσαι, ἀφανίζεσαι
πάνω στήν προοπτική τῶν πραγμάτων
λές κι ὁ βίος
ποτέ δέν γίνεται βιός
ἐξόν σπαταλημένος γενναιόδωρα.

(Ἄνοιξη '87)

Έδέμ 132

(Στόν Νίκο Φωκᾶ)

Στάση Παλμύρα.
Ἔχει τή χάρη του
τό λεωφορεῖο νωχελικό
ἐλέφαντας βαρύς, σκεφτικός
μέσα στή ζούγκλα τῆς Ποσειδῶνος,
καί σύ πάνω του κρεμιέσαι, τραντάζεσαι
ὅμως ἔχεις τό κοπάδι συντροφιά
καί θέα ἀπό ψηλά.

Ἡ θάλασσα τοῦ Φαλήρου πρωϊνή
ἀναδυόμενη ἀστράφτει σά διαφάνεια
πού σύ θά προβάλλεις στό μέλλον
ὅταν κραυγάσεις - Λύτρωσον! Ἀνάπαυσον!
Ἄραγε αὐτή ἡ ἀποταμίευση θά μᾶς στεγάσει
ὅταν τήν ἐπικαλεστοῦμε
σά μοναδική μας ἀσφάλεια; Ἤ μήπως
μήτε αὐτή ἡ κατάθεση ἀρκέσει καί μόνον
ἴχνη ἀπομείνουν στά κόκκαλα
ὅπως σέ γυναῖκες πού θήλασαν γενναιόδωρα
θρυμματίζονται τά κόκκαλά τους εὔκολα;

Ναί, δές ἐκείνη τήν ἑξηντάχρονη, ὄμορφη
ἀκόμα μέ τήν εὐγένεια τῶν κοκκάλων
ξεγυμνωμένη πιά καί ὁρατή,
ἀρκετά μικρότερη ἀπό τόν ἑβδομήντα καί, σύζυγό της,
τό χέρι της προστατευτικά στεγάζει
τό δικό του μέ τίς κηλίδες καί τή βέρα.
Τοῦ παραχωρεῖ τή θέση πού τῆς δίνουν.
Κάποτε αὐτός τή στέγαζε, τῆς ἔδινε τή θέση,
τῆς ἄνοιγε πόρτες.
Τώρα τήν ἀντανακλοῦν
τά μάτια του πρωϊνῆς θάλασσας νερά
καθαρισμένα ἀπό βοριαδάκι,
γαλανά, διάφανα.

Καί τό λεωφορεῖο προχωράει βαρύ
μέ τό πρωϊνό του φορτίο
πολεμικός ἐλέφαντας στή Συγγροῦ.
Μακριά θά μᾶς κατεβάσει
μακριά ἀπό τή μοναδική μας στέγη
τή μέρα.

Ἐσύ κάποτε ἐπιστρέφοντας
κι ἀπ' ἔξω περνώντας
θά τή δείχνεις καί θά λές:
- Ἐκεῖ ἔμενα ἐκεῖ
σ' αὐτή τή μέρα.

(Ἰούνιος - Σεπτέμβριος ' 87)

Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [στ]

Video

I. Flash - back

Ὅλοι αἰφνίδια ἔτρεξαν κι ἀγόρασαν βίντεο.
Ὅπως σέ καιρούς πραξικοπήματος, νέφους
πυρηνικοῦ, μεγάλης πείνας ἄδειαζαν
τά ράφια λές καί τρανταζόταν
ἡ γῆ ἤ κάποιος
θεός πέθαινε. Προσκύνησαν.
Μπορεῖ νά ἦταν κονσέρβες τροφῆς
ἀπαραίτητης,
ἴσως ἦταν φιάλες τελευταίου
ἀμόλυντου νεροῦ καί πέρα ἀπ' αὐτό
οὐδέν ἐξόν δίψα αἰώνια. Νά καίει
τ' ἁλάτι πού συντηρεῖ. Ξύλα
γιά φωτιά. Ἀντικατοπτρισμός π' ὁδηγεῖ
πατημασιές μυρμηγκιοῦ στήν ἔρημο.

Ὁρισμένοι πεζοί διερχόμενοι τ' ἀπέδωσαν
σέ πληθωριστικά χαρτιά καί λόγια
ὑποτιμημένα χωρίς ἀντίκρυσμα.
Ἄλλοι σταματώντας στ' ἀπαγορευτικά φῶτα
ψιθύριζαν γιά μεγάλο θανατικό πού κολλοῦσε
γρηγορότερα κι ἀπό ρετσινιά.

II. Flash - forward

Ὅμως, σκέψου, αὐτή ἡ βιντεοκασέτα
θά παίζει θά γελᾶ θά κλαίει
μισόν αἰώνα ἀπό τώρα
ὅταν στήν κουνιστή πολυθρόνα
ἀργά θά λικνίζεται ὁ ὡραῖος σκελετός σου.
Βέβαια ἡ ταινία εἶναι τρισάθλια,
ἡ ὑπόθεση γελοία,
ὁ σεναριογράφος της ἕνας ἠλίθιος
οἱ ἠθοποιοί γιά μπουλούκι ἤ καμπαρέ
τελευταίας κατηγορίας κι ὁ σκηνοθέτης
πρό πολλοῦ βαρέθηκε καί διαολοστέλνει.


III. Edit

Μπορῶ ὅμως ἀπό μακριά
πατώντας κουμπιά
νά τήν γράψω, νά τήν ξεγράψω
καί νά τήν ξαναγράψω
σβήνοντας, ἀρχίζοντας
κόβοντας καί σταματώντας
ὅπου κι ὅσο κι ὅταν
θέλω.

IV. Freeze

Ἔχω
τό παγωμένο πλάνο τῆς
αἰωνιότητας
μέ τό ἠλίθιο χαμόγελο
κάθε σπυρί καί χαλασμένο δόντι
κρατημένο.
Ἀμήχανο.

V. Fast - forward, rewind

Ψάχνω γρήγορα πρός τά μπρός
περιπέτεια, κρίση, βαριεστημάρα,
τό τέλος. Ὕστερα πιό ἀργά
ξετυλίγω τήν κάθε κίνηση
πρός τά πίσω
ὥς τήν ἀνάποδη ἀρχή της.

VI. Σενάριο καί σκηνοθεσία

Κόβω
αὐτό πού πῆγε στραβά. Βρίσκω
πρόθεση
κι ἄλλοθι.
Μετρῶ
ἀπό 'κεῖ ὥς ἐκεῖ ὁ ἄνδρας ἡ γυναίκα
περπατοῦν στό λιβάδι.
Κρατῶ χρόνους᾿
ἀρχειοθετῶ λεπτά, δευτερόλεπτα.
Ἄραγε νά κρατήσω τό βλέμμα
ἤ νά τό σβήσω;
Τό φιλί πάντως φεύγει
ὅπως καί τά λόγια πού δέν ἔπρεπε νά εἰπωθοῦν
καί λέγονται ἐκεῖνα πού χρειαζόταν.
Μιά παλίνδρομη κίνηση
μπρός πίσω ἀέναο
ὅπως συνεχίζει νά κουνιέται
ἡ κουνιστή πολυθρόνα
κι ὅταν σηκώθηκες κι ἔφυγες.
Ἕνα χαμόγελο παλίμψηστο, μπαλωμένο
ὅπως μάταια χαμογελᾶς μές ἀπό δάκρυα
κρατημένα. Ἕνα παγωμένο πλάνο.
Ἴσως νά εἶσαι ἐσύ.
Παρόν. Ζωή.

VII. Cut

Πῶς ἀδειάζει ἔξαφνα
ἡ ὀθόνη ἀπό εἰκόνα;
Ἔτσι ἀπότομα
κόβεται ὁ ἦχος;

Σέ παρακαλῶ
Δῶσε μου εἰκόνα
Δῶσε μου ἦχο
Στέλνε μου παλμούς.

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [ε]

31. Ἱστορία τοῦ Κοκκινολαίμη

Κοκκινολαίμη κοκκινολαίμη
τολμηρή κόκκινη βούλα
πάνω στό κλινικό λευκό τοῦ χειμώνα
χόρεψες σφυρίζοντας
γενναῖα τό ματάκι σου παίζοντας
καί μοῦ ζέστανες
τό στερημένο τοπίο τοῦ χειμώνα.

Ὅμως τί τήν ἤθελες
τόση ζεστασία, τόση ζωντάνια,
τέτοια γενναιοδωρία ὀνειροπαρμένε!
Ἄσπρος γάτος μ' ἕνα μάτι βγαλμένο
ὅρμησε ὁ πεινασμένος χειμώνας
κι ἔσβησε ἡ ἐλάχιστη ἐλπίδα
πού σπίθισε μαζί σου.

Γενναῖε χορευτή
ὄχι, δέ θά μᾶς συγχωρεθεῖ ἡ ζωή.

(1984)


32. Ἄνοιξη στό Τ.Ε.Ι. Ἀθήνας, Αἰγάλεω '86
(Μνήμη τῆς Μαριάννας 1952-1987)

Κατά λάθος μπῆκε τό χελιδόνι
ἀπό 'να σπασμένο τζάμι
σέ κείνη τή λερή αἴθουσα
κλειστή σέ ἄνοιξη κι ἀέρα,
σταχτιά ἀπό βρώμα, καπνό,
ἀνία, ἀδιαφορία κι ἀναποδιά
νά κάθουνται βαριά
σέ πρόσωπα ἤρεμα ἀπό πολλή ἀπόγνωση.

Χτυπιόταν μαῦρο κι ἄσπρο
πάνω σέ τοίχους, θρανία,
μαυροπίνακα πληγωμένο,
τρελλό νά φύγει νά φύγει.
Ὥσπου σέ μιά ἔσχατη βουτιά
πού ἦταν ἀπόλυτος πόθος
ἤ ἀπόγνωση σκέτη ὅρμησε
στή μοιραία κοφτερή τρύπα
πού ἀρχικά τό πρόδωσε.

Κάτι σάλεψε, σχεδόν ἀκούστηκε
ἕνας ἀναστεναγμός ἀπό 'κεῖνα
τά σκοτωμένα πρόσωπα
ὅταν σέ αὐτό τό λίγο
οὐρανοῦ πού φαινόταν γκρίζος
μέσα ἀπό τζάμια λερά
αὐτό μαῦρο κι ἄσπρο
ἀνορθώθηκε στό στοιχεῖο του.

Καί σύ, συνέχιζε τό μάθημα
σά νά μή κατάλαβες τίποτα
καθώς ἀπό τῆς Νοσηλευτικῆς τό παράθυρο
φιλικά σοῦ γράφει ὁ Πέτρος ὁ σκελετός.

Ὅμως, μᾶς ἐπισκέπτεται τό ἀπρόσμενο.

(Ἄνοιξη 1986-Σεπτέμβρης 1987)


33. Χιονιάς τό Μάρτη στή Νηρηΐδων, Παλαιό Φάληρο '87

Δέν τήν τίναξα
τήν ἀνθισμένη κορομηλιά
ἀπό τό βαρύ χιονιά
πού 'πεσε Μάρτη καιρό
στίς ἀνθισμένες Νηρηΐδες.

Ὄμορφες τρελλές κεφαλές
τρελλές μου χαῖτες
αἴφνης βαμβακιασμένες!
Μωρά παρθένος,
τώρα θά δέσει καρπό
τοῦτος ὁ παγωμένος ἀνθός
ὁ πληγωμένος:

Πολλά ἀμέλησα,
πολλά ἐγκατέλειψα,
ἀφέθηκα
καί μ' ἄφησαν.
Νωρίς πολύ καί τέλεια δόθηκα
καί γι' αὐτό ἀργά
τώρα πιά ἄνθισα.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [δ]

24. Γραφή προστακτική

Ἀποφάσισε γιά μένα θάλασσα.
Πάψε νά γλείφεις παλιά κόκκαλα,
βράχια, σανίδες, σκουπίδια.
Καιρός νά τό πάρεις ἀπόφαση
νά μέ γεννήσεις. Βαρέθηκα
τήν ἀτσαλάκωτη γυαλάδα
τῆς στέρφας ἔκτασής σου.
Κράτα με στήν ἀγκαλιά σου
σάν πατέρας, σάν ἀδελφός,
ἔστω μέ μαῦρα φορέματα θεός.
Μιά γέννα ἀντρίκια χωρίς αἵματα
φωνάζουν τ' ἀγέννητα παιδιά σου.
Νανούρισέ με, χώνεψέ με
μέ τούς ἀνώνυμους ἁγίους σου,
καρχαρίες, κοχύλια, μάτια, ἀστερίες,

ἀφρίζοντας, σπάζοντας.

Μοναχή μου ἐσύ, παλίμψηστη
ξαναγράψε καί ξέγραψέ με.


25. Ἔπεσα

Ἔπεσα ἀπό τόν ἕναν
στόν ἄλλον ἐφιάλτη
συνηθισμένος περίπατος
στήν ἐξοχή τοῦ ποιήματος
κι ὁ τυφλός ζωγράφος
μέ κομμένα χέρια
τήν κόρη μου ζωγραφίζει
στό λιβάδι νά προχωρεῖ
σφιχτά τό χέρι μου κρατώντας
μαζεύει παπαροῦνες.

Ἰδιωτική γυναίκα
ἰδιωτικό παιδί
χειροπιασμένα στό λιβάδι
πράσινο μαντήλι κόμπο
δεμένο στόν ἀνήφορο κυπαρίσσι.


26. Σουβενίρ

Ἦταν ἕνα κοριτσάκι μασκαράς Ἀρχαία Ἑλληνίδα
μέ μαίανδρο χλαμύδα.
Σάν ρωτοῦσαν: Τί εἶσαι; Παλιο-Ἑλληνίδα
σ' ἀπαντοῦσε τό κοριτσάκι
π' ἀρχαῖο τώρα πουλιέται στό Μοναστηράκι.


27. Ὠδή στόν ἑκάστοτε γαλακτοπώλη μου

- Μά ΄σύ λοιπόν τί θά κάνεις μέ τή ζωή σου;
ρωτᾶ ὁ ἑκάστοτε γαλακτοπώλης μου
κάθε βραδάκι π' ἀγοράζω
τό γιαουρτάκι μου.

Ἄει, ἑκάστοτε γαλακτοπώλη μου
δέν εἶν' ἡ ζωή γάλα καί μέλι
ὅποιος κάηκε
φυσᾶ καί τή γιαούρτη.

Πολύ θά τό 'θελα κι ἐγώ
μιά ζωή ἀκύμαντη γιαούρτη
νά πετᾶμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο
λουκουμάδες στάζοντας μέλι.


28. Ἔγκυος Ι

Ἔγκυος μέ τό ριγέ φουστάνι
μοῦ στήνεσαι
ζαχαρωτή σκηνή τσίρκου

κλωτσώντας
ἐντός
ὁ μαῦρος ἐπιβήτορας

κύκλος
οἱ ἄγριες λευκές νύχτες
χορεύοντας

Τοπία σκοτάδι
μοῦ ξετυλίγεσαι
ἀναβοσβήνοντας

πυροφάνια
αἰωρούμενος
ἀστερισμός

Ἀερόστατό μου ἐσύ
μπαλόνι πού λευτέρωσα
ἀναλαμβάνεσαι!


29. Ἔγκυος ΙΙ

Γέρνεις ἐπικινδυνα
φορτωμένη μαούνα
κυλώντας στό σκοτεινό ποταμό,
σέ σέρνουν
ἀφηνιασμένες τεράστιες φοράδες.

Κοιλιά μου,
πρησμένε κουμπαρά μου,
οἱ καταθέσεις μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς
θ' ἀποσυρθοῦν.


30. Ἔγκυος ΙΙΙ

Μικρό μου σαρκοφάγο
μέ ροκανίζεις.
Κατά λάθος
σ' ἕκλεισαν ἐδῶ.

Τρυφερά τό καπάκι μου
πάνω σου κλείνω
σαρκοφάγος σκαλισμένη
παιδικό συμπόσιο πού τελειώνει.

Μεθυσμένο παιδί
πού ἀναχωρεῖς μόνο
μέσα στή νύχτα
μουσική αὐλῶν νά σέ φυλάει.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν Διαδρομή [γ]

16. Ὕστερα

Οἱ σιωπές ἀναμένουν στό σκοτάδι
νάρκες πού περισυλλέγεις

κάποτε ἀκούγεται κούφιος
ὁ ἦχος μιᾶς ἔκρηξης

ἄλλη μιά λέξη μετρᾶ
ἀπώλειές μας.


17. Παλιά ἐπίκαιρα

Κι εἶδα τον γιό μου νά χορεύει
ἑφτά χρονῶν μέ μάτι ματωμένο
σάν ἀρκουδάκι πού τοῦ τραβᾶνε
τό χαλκά καί ματώνει.
Στέκονταν γύρω του
γελώντας καί φωνάζοντας
νά χορέψει νά χορέψει.

Κι ὅταν ἔπεσε κάτω
ἔπεσαν πάνω του
κι ἦταν στά μάτια του
φόβος πολύς.

Πρίν πεθάνει μοῦ φώναξε:
Μάνα θά 'θελα νά ἤμουν σκυλί!
Στή μνήμη του ἀνάβω ἑφτά κεριά.

(1975)


18. Τελευταία φορά

Τελευταία φορά πού εἶδα τήν κόρη μου
ἔπαιζε στό λιβάδι
ξανθό χαμομήλι
κι ἦρθαν δυό ἄλογα ἀφρίζοντας
τό 'να μαῦρο, τ' ἄλλο λευκό.
Καί γύρισε μέ κοίταξε
μαστιγωμένα μάτια τό λευκό
ἥλιοι αἱμόσταχτοι στεφανωμένοι μύγες.
Καί τήν κόρη μου κύκλωσαν
καί τῆς ἔλεγαν νά χαμογελάσει
κι αὐτή
δακρυσμένη προσπαθοῦσε.

Ἀπό τότε τή γυρεύω.
Θεός σχωρέσ'τά πεθαμένα σας
πεῖτε μου ποῦ βρίσκεται;


19. Μεγάλη Εβδομάδα

Ματωμένη ἄνοιξη
τί ἀνθοβόλι αἷμα μοῦ φύλαγες.

Πάντα νέος ὁ θάνατός σου
τόν τοποθετεῖς φρέσκο
κομμένο πλάϊ μου.

(1975)


20. Ἔκτρωση Ι

Στόν βαθύ σου ὕπνο
μέσα μου κλαῖς
κλωτσώντας.
Ἀρνιέσαι νά βγεῖς
στό φῶς καί στό θάνατο.

Μικρέ μου ἀχινέ
πολέμησα νά σέ ξεκολλήσω
ἀπό τό βράχο σου,
νά ρουφήξω
τό γλυκό σου ζουμί.

Ἀμυνόμενος μικρός
μαῦρος ἀγκαθερός ἥλιος
ξεκολλιέσαι.
Θετικά τόν ἔχασες
τόν τελευταῖο γύρο.

Μικρέ ἀπρόσεχτε ἐπισκέπτη
ἄστρο πού 'σβησαν οἱ φωτιές του
εἶσαι μαύρη τρύπα στό στερέωμα,
ἄφησες κάτι σάν κάφτρα τσιγάρου
πάνω σέ τραπεζομάντηλο κειμήλιο.

Θέλω νά ξέρεις:
ὅ,τι δέν ἔκαμε ἡ μάνα μου γιά μένα
τό 'κανα γιά σένα.


21. Ἔκτρωση ΙΙ

Κοριτσάκι μου
δέν ἤθελα νά στό κάνω.
Κανένας δέν ἤπιε στήν ὑγειά σου.
Ἡ μόνη πρόποση ἦταν
τό αἷμα σου χυμένο.


22.Νοικοκυρά

Τρυφερό μαλάκιο
τοῦτο τό σπίτι
τό 'πλυνα τό σκούπισα

τό 'τριψα
Τώρα τό κουβαλῶ
στήν πλάτη μου

Καβούκι μου
γυαλίζω
σκληρή


23. Λευκό, ἐκπληκτικά λευκό

- Τί γυρεύει ἐδῶ
ἕνα κοριτσάκι καλό
σάν κι ἐσένα;

- Θεέ εἶσαι ἀπορρυπαντικό!
Σέ ψώνισα στό σουπερμάρκετ
συσκευασμένον ἐν κενῶ

ἀνάμεσα σέ ὄξος καί καντήλι ἠλεκτρικό

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [β]

10. Ὁ δραπέτης

Δραπέτευσε ἀπ' τ' ἀντικρυνό μας Λούνα Πάρκ
τό λιοντάρι. Ἐκεῖνο τό γέρικο πού βρώμαγε
μές στό κάτουρο καί τό σκατό
ψωραλέο, μυγοφαγωμένο
μ' ἕνα βρυχηθμό μπαλσαμωμένο.
Λέων ὁ Ἀφρικανός. Κανέναν δέν ἔπειθε.

Μονάχα στίς δύο, νύχτα βαθιά,
μᾶς τάραζε
μέ κάτι ἀπεγνωσμένους βρυχηθμούς
πού δέν ἔλεγαν νά τελειώσουν.
Ὅλοι εἶχαν κάνει τά σχετικά παράπονα.

Κι ὅταν δραπέτευσε κυκλοφόρησαν
σπαραχτικές ἱστορίες
- ἦταν ἀνθρωποφάγο -
κι ἀρκετοί ἀναδείχτηκαν
ἐξ αἰτίας του σέ ἥρωες,
ὥσπου τό βρῆκαν
πίσω ἀπό κάτι θάμνους
λίγα μέτρα μακριά ἀπ' τό κλουβί του
ψόφιο. Θά τό εἶχαν ξεκάμει, φαίνεται,
ἡ συγκίνηση καί τά πόδια του
μισοπαράλυτα ἀπ' τό κλουβί.

Τά κλουβιά πού δαμάζουν τούς ἵμερους
ἔχουν τή χρησιμότητά τους,
ἀνακουφισμένοι ἀπεφάνθησαν.

Βασιλιά μου Ἀφρικανέ τί μνῆμες ἰχνηλάτες
τί ὄνειρα κυνηγοί
σέ βρῆκαν καί σέ σπάραξαν;


11. Καθαρόαιμο

Λευκή φοράδα τοῦ Ἱπποδρόμου
σέ εἶχαν ξεκάμει τά ντοπαρίσματα,
τά στοιχήματά τους.
Χτυποῦσε ἡ καρδιά σάν πιστόνι,
ματωμένα τά πλευρά,
ἀφρίζοντας τά ρουθούνια.

Ὡραία πού ἤσουν τήν αὐγή
μέ τ' ἀγόρι στή ράχη δελφίνι
νά προχωρεῖτε βαθιά
στ' ἁρμυρά φαληρικά νερά
μόνο τά κεφάλια σας ὄξω
ἀγωνιζόμενα, νικηφόρα.

Ἄχρηστη πρίν τήν ὥρα σου
σέ πούλησαν νά σέρνεις
τ' ἁμάξι τοῦ ἀνίκανου
κι ἐσύ ἀφήνιασες,
θάρρος καθαρόαιμο,
ὅλους τούς τρόμαξες.

Κι ὡραία πού ἤσουν σήμερα
ὅταν ὁ ἀνίκανος, τρομαγμένος,
πῆρε τό πιστόλι
καί σοῦ τίναξε τά μυαλά.
Ἤσουν ἀγριεμένη γιά τή νίκη.
Θάρρος καθαρόαιμο, ἀπόψε θέλω ν' ἀφηνιάσεις.


12. Προσκύνημα

Ξερό στέρφο τοπίο, πέτρα καί πάλι πέτρα,
σακατεμένη περιμένω ἕνα θαῦμα
σέρνοντας τόν ἑαυτό μου
στά πυρωμένα τοῦ μεσαυγούστου λιθάρια
ἀνάμεσα στόν ἱδρωμένο ὄχλο σακάτηδων
πού κινούμαστε ἀργά σάν ἀρνιά
γιά σφαγή᾿
καί ποῦ ξέρουμε ἄν τό θαῦμα
δέ θά εἶναι ἀμείλιχτο
μαχαίρι θυσίας;

Μπλεγμένοι σέ τοῦτα τ' ἀγκάθια
ἥλιου κι ἐλπίδας
κρεμασμένοι λάμπουμε
μικρά χρυσά μέλη
εἰκόνας θαυματουργῆς.

(Τῆς Χάρης Της, Τῆνος 1973)


13. Τό φάρμακο

Φάρμακο ὅλο τό σπίτι
βρωμᾶ πνίγει.
Λαίμαργες, ἀνίκανες ν' ἀντισταθοῦν
βγαίνουν οἱ κατσαρίδες
σφαδάζουν σ' αὐτό τό γλυκό πράμα
παγιδευμένα ἅρματα μάχης.

Δέ μπορῶ πιά
συντριμμένη ἀπ' αὐτό πού κατέβηκε
ὁρμητικό πάνω μου
ματώνοντας
γιατί ὅταν μέ εἶδαν
φώναξαν μέ φρίκη
καί μ' ἔβγαλαν
ἔξω ἀπό τή μάχη.

Βουλιάζοντας στό δικό μου αἷμα
οἱ κεραῖες μου
σπασμένες πιάνουν τόν κώδικα
πού κι οἱ ἄλλοι ὅταν εἶναι
πολύ ἀργά θά διαβάσουν.
Φαρμάκι αὐτό τό σπίτι
φαρμάκι.

(Νοέμβρης '73)


14. Γιάννενα

Παίζουν πόκα στά καφενεῖα,
παίζουν πρέφα,
πηχτή ὁμίχλη μᾶς
ἀποκηρύσσει στήν ἀνία.

Πίσω ἀπό καφασωτά
οἱ τρεῖς γριές
κουτσομπόλισσες κόβουν
καί ράβουνε μέρες.

Φορῶ τ' ἀμπέχωνό σου
ἐγώ, ὁ Πάτροκλός σου,
τῆς ἀγάπης ἡ ἁρματωσιά,
προφυλαχτικό.

Ἐδῶ οἱ μέρες κατεβαίνουν
σάν τσοπάνηδες ἀπ' ἄγριες
ἀπάτητες μοναξιές
ὁδηγώντας στή σφαγή

λευκούς ἐραστές
πού μᾶς ζέσταιναν
σέ λερωμένες προβιές
χιονιοῦ κι ἐρημιᾶς.

Ἀστραπές πάνω ἀπ' τή λίμνη
ἀνασύρουν τήν κυρά Φροσύνη
δεμένη μές στό σακκί της
κρύα. Ποτίζω τό βασιλικό,

μπαλώνω τίς κάλτσες σου,
μπαλώνω τίς μέρες μας,
γιά μιά μέλλουσα -
θά 'λεγες - χρήση.


15. Ἀλλά

Ποιήματα σάν ψέματα
αἵματα πού πήζουν
μυθιστόρημα ἐγώ
ἐξωμήτριος
μ' ἀρέσουν
καπέλλα πού παίρνει
κυπαρίσσια πού λυγίζει
ὁ ἄνεμος
ἄνθρωποι πού πέφτουν
ἀπορριγμένοι στό ἔσχατο
ἐλάχιστο δωμάτιο τοῦ στενόμακρου
ἄσπρου σπιτιοῦ "Ἀλλά".

Δωρεάν Διαδρομή [α]

1. Ἡ σύζυγος Μούσα

Καισαρική τομή ἡ ποίηση᾿
βγάζω ἕνα ἥσυχο
γαλανό μωρό,
ἔκθετο ἀρνητικό.

Ὅμως ἐκτός ἀπ' αὐτό
τί ἄλλο ἔχω;
Ἄν κι ἡ πρώτη νύχτα
κι ὅλες οἱ ἄλλες

ἦταν βιασμός!


2. Ἐν μέσῃ καμίνῳ

Ἐν μέσῃ καμίνῳ
σήκωσα τό βαρύ σφυρί
μέ μιά
μόνη σφυριά
ἄνοιξα τό κεφάλι.

Βρῆκα τή φλέβα᾿
ἀτόφιο χρυσάφι
τοῦ πατέρα μου τά δόντια.


3. Τό ἀσανσέρ

"Στό ἀσανσέρ θά μπῶ.
Μέ περιμένει
ὁ βιαστής δολοφόνος μου
μαζί ν' ἀναληφτοῦμε!"

Τραγούδησε τό παιδί
κι ὁ λαιμός του φέρνει
τῶν λόγων μελανά σημάδια.
Κόλλησε τό μαῦρο κουτί.

Ἐσύ
κάλεσε
κι ἀνάμενε
τήν κάθοδό σου.


4. Προβολή

Πάνω στή μηχανή προβολῆς
νεκρός ὁ χειριστής,
μεροκάματο κι αὐτό
σέ θάλαμο σκοτεινό.

Λαχανιάζει ἡ μηχανή
ἀναστενάζει ἡ ταινία,
βρώμικη ἱστορία κι αὐτή
στά σκοτεινά σκοντάφτει.

Ἀθῶα δῆθεν συναντᾶμε
ἄγνωστα χέρια, γόνατα᾿
βρῆκε μόνο του
ὁ δολοφόνος τό θύμα.

Ἀπό ψηλά σκιές εὐλογεῖ
μέ σκιές, φωτεινή δέσμη,
μαῦρο μοναχικό κελλί
μαῦρο μοναχικό μάτι.


5. Ἰδιωτεία

Μοῦ συνέβηκε
ὁ ἑαυτός μου
σά δυστύχημα,
ὑγρή ἑλληνική ταινία
"Μάνα δέ θέλω νά γεράσω ἐδῶ."

Στριγγλίζει
αὐτό πού χτύπησε
καί χτυπήθηκε
καί σ' ἐγκαταλείπουν
στό δικό σου αἷμα νά πνίγεσαι.

Κομμένο ὑστερικό φῶς
φτύνεις φόβο, πλήξη
βωβή μέσα σ' ἕνα λαό
ἀδιάβροχες λέξεις,
βασανισμένες κυνηγημένες ἐκφράσεις.

Εἶσαι ἀκατάλληλη. Σάν τό λαό σου
φθαρμένη. Ἀπαγορευμένη.


6. Γαλάζια Rover

Ἄψογη κυρά
μ' ἀνώτερη συμπεριφορά
γνήσια γαλάζια Rover.
Στόμα σκοτεινό ρονρονίζοντας γλυκά,
στέγη ἀπό βροχή, κρύο καί κακό,
σ' Εὐρώπη κι Ἰνδίες τούς σύστησε
ἀποστάσεις στήνοντας ἀνάμεσα
σ' ἀπρονόητους ἐραστές
κι ἐκείνους πού κυνηγᾶνε
ὀφειλέτες.
Τελικά
πιάστηκαν.
Στραβοτιμονιά καμμιά
κανένα φταίξιμο τῆς γλυκειᾶς κυρᾶς.

Στέρεψαν
κι ἔσβησαν.

Τελευταῖα
ἀπ' ὅσα εἶχαν καί δέν εἶχαν
τήν πούλησαν.


7. Σοῦ 'κλεψα

Φεύγοντας σοῦ 'κλεψα
τήν ὀδοντόβουρτσα.
Παλιά τριμμένη μισοφαγωμένη
δέ φαντάζομαι
νά σοῦ ἔλειψε.

Καιρός ἦταν
νά πάρεις μιά καινούργια.
Ἐγώ κάθε πρωΐ
τά δόντια μου
μέ τήν ὀδοντόβουρτσά σου πλένω

στό στόμα μου
τό στόμα σου
τή δική σου γεύση
φιλώντας.

Ὅσο καιρό μοῦ κρατήσει
δέ θά φύγει
ἀπό τό στόμα μου
ἡ γλώσσα σου.


8. Λεωφόρος Συγγροῦ

Ἐάν αὐτός ὁ ταξιτζής
μοῦ κάνει πρόταση γάμου
θά δεχτῶ.
Θέλω μιά διαδρομή δωρεάν.
Νά δῶ νά λάμπουν
στό Δέλτα ἀτσαλένια
τά φαληρικά ὕδατα.
Νά καθήσω στό Ἐδέμ
-ὄχι τόν κῆπο- τό καφενεῖο
νά πιῶ τόν καφέ μου.
Κι ἡ θάλασσα νά ξερνᾶ
πετρέλαιο κι αὐτόχειρες
καθώς ἡ μέρα ἰριδίζει
φρέσκο ψάρι πού ἀπολεπίζεις.

Κάποτε θά τελειώνει ἡ Λεωφόρος Συγγροῦ.
Δέ γίνεται νά λέγεται ζωή
ἡ ἀναμμένη μηχανή πού βρυχιέται
ἀνυπόμονη.
Τά φῶτα πού ψάχνουν
σβήνουν πάνω μου.
Μόνον οἱ ἐραστές, ἀσφαλισμένοι
στῶν αὐτοκινήτων τους
τ' ἀτσαλένιο ἐνυδρεῖο,
καταδύονται στό δικό τους βυθό,
σιωπηλοί δύτες
πνιγμένοι ἀπό καιρό.


9. Στάση Ἐδέμ

Πιστή στό κάλεσμα τοῦ κυνηγοῦ
σκύλα ἡ θάλασσα
στή μουσούδα της τήν κράτησε
στά βράχια παραδίνοντάς την
σημείωμα τσακισμένο
πλάϊ στά διπλωμένα
ταχτικά ροῦχα της.

Ἄνοιξε ὁ ἀστυνόμος
μαύρη ὀμπρέλα
ἀπό τήν ἤρεμη βροχή
στέγη νά βροῦν τά στοιχεῖα.

Στάση Ἐδέμ! Ἐδῶ τό τέρμα
κι ἡ ἀφετηρία,
φωνάζει ὁ εἰσπράκτορας
κι ὁ περίεργος ὄχλος
μπαίνει στό λεωφορεῖο.