Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [ε]

31. Ἱστορία τοῦ Κοκκινολαίμη

Κοκκινολαίμη κοκκινολαίμη
τολμηρή κόκκινη βούλα
πάνω στό κλινικό λευκό τοῦ χειμώνα
χόρεψες σφυρίζοντας
γενναῖα τό ματάκι σου παίζοντας
καί μοῦ ζέστανες
τό στερημένο τοπίο τοῦ χειμώνα.

Ὅμως τί τήν ἤθελες
τόση ζεστασία, τόση ζωντάνια,
τέτοια γενναιοδωρία ὀνειροπαρμένε!
Ἄσπρος γάτος μ' ἕνα μάτι βγαλμένο
ὅρμησε ὁ πεινασμένος χειμώνας
κι ἔσβησε ἡ ἐλάχιστη ἐλπίδα
πού σπίθισε μαζί σου.

Γενναῖε χορευτή
ὄχι, δέ θά μᾶς συγχωρεθεῖ ἡ ζωή.

(1984)


32. Ἄνοιξη στό Τ.Ε.Ι. Ἀθήνας, Αἰγάλεω '86
(Μνήμη τῆς Μαριάννας 1952-1987)

Κατά λάθος μπῆκε τό χελιδόνι
ἀπό 'να σπασμένο τζάμι
σέ κείνη τή λερή αἴθουσα
κλειστή σέ ἄνοιξη κι ἀέρα,
σταχτιά ἀπό βρώμα, καπνό,
ἀνία, ἀδιαφορία κι ἀναποδιά
νά κάθουνται βαριά
σέ πρόσωπα ἤρεμα ἀπό πολλή ἀπόγνωση.

Χτυπιόταν μαῦρο κι ἄσπρο
πάνω σέ τοίχους, θρανία,
μαυροπίνακα πληγωμένο,
τρελλό νά φύγει νά φύγει.
Ὥσπου σέ μιά ἔσχατη βουτιά
πού ἦταν ἀπόλυτος πόθος
ἤ ἀπόγνωση σκέτη ὅρμησε
στή μοιραία κοφτερή τρύπα
πού ἀρχικά τό πρόδωσε.

Κάτι σάλεψε, σχεδόν ἀκούστηκε
ἕνας ἀναστεναγμός ἀπό 'κεῖνα
τά σκοτωμένα πρόσωπα
ὅταν σέ αὐτό τό λίγο
οὐρανοῦ πού φαινόταν γκρίζος
μέσα ἀπό τζάμια λερά
αὐτό μαῦρο κι ἄσπρο
ἀνορθώθηκε στό στοιχεῖο του.

Καί σύ, συνέχιζε τό μάθημα
σά νά μή κατάλαβες τίποτα
καθώς ἀπό τῆς Νοσηλευτικῆς τό παράθυρο
φιλικά σοῦ γράφει ὁ Πέτρος ὁ σκελετός.

Ὅμως, μᾶς ἐπισκέπτεται τό ἀπρόσμενο.

(Ἄνοιξη 1986-Σεπτέμβρης 1987)


33. Χιονιάς τό Μάρτη στή Νηρηΐδων, Παλαιό Φάληρο '87

Δέν τήν τίναξα
τήν ἀνθισμένη κορομηλιά
ἀπό τό βαρύ χιονιά
πού 'πεσε Μάρτη καιρό
στίς ἀνθισμένες Νηρηΐδες.

Ὄμορφες τρελλές κεφαλές
τρελλές μου χαῖτες
αἴφνης βαμβακιασμένες!
Μωρά παρθένος,
τώρα θά δέσει καρπό
τοῦτος ὁ παγωμένος ἀνθός
ὁ πληγωμένος:

Πολλά ἀμέλησα,
πολλά ἐγκατέλειψα,
ἀφέθηκα
καί μ' ἄφησαν.
Νωρίς πολύ καί τέλεια δόθηκα
καί γι' αὐτό ἀργά
τώρα πιά ἄνθισα.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [δ]

24. Γραφή προστακτική

Ἀποφάσισε γιά μένα θάλασσα.
Πάψε νά γλείφεις παλιά κόκκαλα,
βράχια, σανίδες, σκουπίδια.
Καιρός νά τό πάρεις ἀπόφαση
νά μέ γεννήσεις. Βαρέθηκα
τήν ἀτσαλάκωτη γυαλάδα
τῆς στέρφας ἔκτασής σου.
Κράτα με στήν ἀγκαλιά σου
σάν πατέρας, σάν ἀδελφός,
ἔστω μέ μαῦρα φορέματα θεός.
Μιά γέννα ἀντρίκια χωρίς αἵματα
φωνάζουν τ' ἀγέννητα παιδιά σου.
Νανούρισέ με, χώνεψέ με
μέ τούς ἀνώνυμους ἁγίους σου,
καρχαρίες, κοχύλια, μάτια, ἀστερίες,

ἀφρίζοντας, σπάζοντας.

Μοναχή μου ἐσύ, παλίμψηστη
ξαναγράψε καί ξέγραψέ με.


25. Ἔπεσα

Ἔπεσα ἀπό τόν ἕναν
στόν ἄλλον ἐφιάλτη
συνηθισμένος περίπατος
στήν ἐξοχή τοῦ ποιήματος
κι ὁ τυφλός ζωγράφος
μέ κομμένα χέρια
τήν κόρη μου ζωγραφίζει
στό λιβάδι νά προχωρεῖ
σφιχτά τό χέρι μου κρατώντας
μαζεύει παπαροῦνες.

Ἰδιωτική γυναίκα
ἰδιωτικό παιδί
χειροπιασμένα στό λιβάδι
πράσινο μαντήλι κόμπο
δεμένο στόν ἀνήφορο κυπαρίσσι.


26. Σουβενίρ

Ἦταν ἕνα κοριτσάκι μασκαράς Ἀρχαία Ἑλληνίδα
μέ μαίανδρο χλαμύδα.
Σάν ρωτοῦσαν: Τί εἶσαι; Παλιο-Ἑλληνίδα
σ' ἀπαντοῦσε τό κοριτσάκι
π' ἀρχαῖο τώρα πουλιέται στό Μοναστηράκι.


27. Ὠδή στόν ἑκάστοτε γαλακτοπώλη μου

- Μά ΄σύ λοιπόν τί θά κάνεις μέ τή ζωή σου;
ρωτᾶ ὁ ἑκάστοτε γαλακτοπώλης μου
κάθε βραδάκι π' ἀγοράζω
τό γιαουρτάκι μου.

Ἄει, ἑκάστοτε γαλακτοπώλη μου
δέν εἶν' ἡ ζωή γάλα καί μέλι
ὅποιος κάηκε
φυσᾶ καί τή γιαούρτη.

Πολύ θά τό 'θελα κι ἐγώ
μιά ζωή ἀκύμαντη γιαούρτη
νά πετᾶμε ὁ ἕνας στόν ἄλλο
λουκουμάδες στάζοντας μέλι.


28. Ἔγκυος Ι

Ἔγκυος μέ τό ριγέ φουστάνι
μοῦ στήνεσαι
ζαχαρωτή σκηνή τσίρκου

κλωτσώντας
ἐντός
ὁ μαῦρος ἐπιβήτορας

κύκλος
οἱ ἄγριες λευκές νύχτες
χορεύοντας

Τοπία σκοτάδι
μοῦ ξετυλίγεσαι
ἀναβοσβήνοντας

πυροφάνια
αἰωρούμενος
ἀστερισμός

Ἀερόστατό μου ἐσύ
μπαλόνι πού λευτέρωσα
ἀναλαμβάνεσαι!


29. Ἔγκυος ΙΙ

Γέρνεις ἐπικινδυνα
φορτωμένη μαούνα
κυλώντας στό σκοτεινό ποταμό,
σέ σέρνουν
ἀφηνιασμένες τεράστιες φοράδες.

Κοιλιά μου,
πρησμένε κουμπαρά μου,
οἱ καταθέσεις μιᾶς ὁλόκληρης ζωῆς
θ' ἀποσυρθοῦν.


30. Ἔγκυος ΙΙΙ

Μικρό μου σαρκοφάγο
μέ ροκανίζεις.
Κατά λάθος
σ' ἕκλεισαν ἐδῶ.

Τρυφερά τό καπάκι μου
πάνω σου κλείνω
σαρκοφάγος σκαλισμένη
παιδικό συμπόσιο πού τελειώνει.

Μεθυσμένο παιδί
πού ἀναχωρεῖς μόνο
μέσα στή νύχτα
μουσική αὐλῶν νά σέ φυλάει.

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν Διαδρομή [γ]

16. Ὕστερα

Οἱ σιωπές ἀναμένουν στό σκοτάδι
νάρκες πού περισυλλέγεις

κάποτε ἀκούγεται κούφιος
ὁ ἦχος μιᾶς ἔκρηξης

ἄλλη μιά λέξη μετρᾶ
ἀπώλειές μας.


17. Παλιά ἐπίκαιρα

Κι εἶδα τον γιό μου νά χορεύει
ἑφτά χρονῶν μέ μάτι ματωμένο
σάν ἀρκουδάκι πού τοῦ τραβᾶνε
τό χαλκά καί ματώνει.
Στέκονταν γύρω του
γελώντας καί φωνάζοντας
νά χορέψει νά χορέψει.

Κι ὅταν ἔπεσε κάτω
ἔπεσαν πάνω του
κι ἦταν στά μάτια του
φόβος πολύς.

Πρίν πεθάνει μοῦ φώναξε:
Μάνα θά 'θελα νά ἤμουν σκυλί!
Στή μνήμη του ἀνάβω ἑφτά κεριά.

(1975)


18. Τελευταία φορά

Τελευταία φορά πού εἶδα τήν κόρη μου
ἔπαιζε στό λιβάδι
ξανθό χαμομήλι
κι ἦρθαν δυό ἄλογα ἀφρίζοντας
τό 'να μαῦρο, τ' ἄλλο λευκό.
Καί γύρισε μέ κοίταξε
μαστιγωμένα μάτια τό λευκό
ἥλιοι αἱμόσταχτοι στεφανωμένοι μύγες.
Καί τήν κόρη μου κύκλωσαν
καί τῆς ἔλεγαν νά χαμογελάσει
κι αὐτή
δακρυσμένη προσπαθοῦσε.

Ἀπό τότε τή γυρεύω.
Θεός σχωρέσ'τά πεθαμένα σας
πεῖτε μου ποῦ βρίσκεται;


19. Μεγάλη Εβδομάδα

Ματωμένη ἄνοιξη
τί ἀνθοβόλι αἷμα μοῦ φύλαγες.

Πάντα νέος ὁ θάνατός σου
τόν τοποθετεῖς φρέσκο
κομμένο πλάϊ μου.

(1975)


20. Ἔκτρωση Ι

Στόν βαθύ σου ὕπνο
μέσα μου κλαῖς
κλωτσώντας.
Ἀρνιέσαι νά βγεῖς
στό φῶς καί στό θάνατο.

Μικρέ μου ἀχινέ
πολέμησα νά σέ ξεκολλήσω
ἀπό τό βράχο σου,
νά ρουφήξω
τό γλυκό σου ζουμί.

Ἀμυνόμενος μικρός
μαῦρος ἀγκαθερός ἥλιος
ξεκολλιέσαι.
Θετικά τόν ἔχασες
τόν τελευταῖο γύρο.

Μικρέ ἀπρόσεχτε ἐπισκέπτη
ἄστρο πού 'σβησαν οἱ φωτιές του
εἶσαι μαύρη τρύπα στό στερέωμα,
ἄφησες κάτι σάν κάφτρα τσιγάρου
πάνω σέ τραπεζομάντηλο κειμήλιο.

Θέλω νά ξέρεις:
ὅ,τι δέν ἔκαμε ἡ μάνα μου γιά μένα
τό 'κανα γιά σένα.


21. Ἔκτρωση ΙΙ

Κοριτσάκι μου
δέν ἤθελα νά στό κάνω.
Κανένας δέν ἤπιε στήν ὑγειά σου.
Ἡ μόνη πρόποση ἦταν
τό αἷμα σου χυμένο.


22.Νοικοκυρά

Τρυφερό μαλάκιο
τοῦτο τό σπίτι
τό 'πλυνα τό σκούπισα

τό 'τριψα
Τώρα τό κουβαλῶ
στήν πλάτη μου

Καβούκι μου
γυαλίζω
σκληρή


23. Λευκό, ἐκπληκτικά λευκό

- Τί γυρεύει ἐδῶ
ἕνα κοριτσάκι καλό
σάν κι ἐσένα;

- Θεέ εἶσαι ἀπορρυπαντικό!
Σέ ψώνισα στό σουπερμάρκετ
συσκευασμένον ἐν κενῶ

ἀνάμεσα σέ ὄξος καί καντήλι ἠλεκτρικό

Τετάρτη 21 Ιανουαρίου 2009

Δωρεάν διαδρομή [β]

10. Ὁ δραπέτης

Δραπέτευσε ἀπ' τ' ἀντικρυνό μας Λούνα Πάρκ
τό λιοντάρι. Ἐκεῖνο τό γέρικο πού βρώμαγε
μές στό κάτουρο καί τό σκατό
ψωραλέο, μυγοφαγωμένο
μ' ἕνα βρυχηθμό μπαλσαμωμένο.
Λέων ὁ Ἀφρικανός. Κανέναν δέν ἔπειθε.

Μονάχα στίς δύο, νύχτα βαθιά,
μᾶς τάραζε
μέ κάτι ἀπεγνωσμένους βρυχηθμούς
πού δέν ἔλεγαν νά τελειώσουν.
Ὅλοι εἶχαν κάνει τά σχετικά παράπονα.

Κι ὅταν δραπέτευσε κυκλοφόρησαν
σπαραχτικές ἱστορίες
- ἦταν ἀνθρωποφάγο -
κι ἀρκετοί ἀναδείχτηκαν
ἐξ αἰτίας του σέ ἥρωες,
ὥσπου τό βρῆκαν
πίσω ἀπό κάτι θάμνους
λίγα μέτρα μακριά ἀπ' τό κλουβί του
ψόφιο. Θά τό εἶχαν ξεκάμει, φαίνεται,
ἡ συγκίνηση καί τά πόδια του
μισοπαράλυτα ἀπ' τό κλουβί.

Τά κλουβιά πού δαμάζουν τούς ἵμερους
ἔχουν τή χρησιμότητά τους,
ἀνακουφισμένοι ἀπεφάνθησαν.

Βασιλιά μου Ἀφρικανέ τί μνῆμες ἰχνηλάτες
τί ὄνειρα κυνηγοί
σέ βρῆκαν καί σέ σπάραξαν;


11. Καθαρόαιμο

Λευκή φοράδα τοῦ Ἱπποδρόμου
σέ εἶχαν ξεκάμει τά ντοπαρίσματα,
τά στοιχήματά τους.
Χτυποῦσε ἡ καρδιά σάν πιστόνι,
ματωμένα τά πλευρά,
ἀφρίζοντας τά ρουθούνια.

Ὡραία πού ἤσουν τήν αὐγή
μέ τ' ἀγόρι στή ράχη δελφίνι
νά προχωρεῖτε βαθιά
στ' ἁρμυρά φαληρικά νερά
μόνο τά κεφάλια σας ὄξω
ἀγωνιζόμενα, νικηφόρα.

Ἄχρηστη πρίν τήν ὥρα σου
σέ πούλησαν νά σέρνεις
τ' ἁμάξι τοῦ ἀνίκανου
κι ἐσύ ἀφήνιασες,
θάρρος καθαρόαιμο,
ὅλους τούς τρόμαξες.

Κι ὡραία πού ἤσουν σήμερα
ὅταν ὁ ἀνίκανος, τρομαγμένος,
πῆρε τό πιστόλι
καί σοῦ τίναξε τά μυαλά.
Ἤσουν ἀγριεμένη γιά τή νίκη.
Θάρρος καθαρόαιμο, ἀπόψε θέλω ν' ἀφηνιάσεις.


12. Προσκύνημα

Ξερό στέρφο τοπίο, πέτρα καί πάλι πέτρα,
σακατεμένη περιμένω ἕνα θαῦμα
σέρνοντας τόν ἑαυτό μου
στά πυρωμένα τοῦ μεσαυγούστου λιθάρια
ἀνάμεσα στόν ἱδρωμένο ὄχλο σακάτηδων
πού κινούμαστε ἀργά σάν ἀρνιά
γιά σφαγή᾿
καί ποῦ ξέρουμε ἄν τό θαῦμα
δέ θά εἶναι ἀμείλιχτο
μαχαίρι θυσίας;

Μπλεγμένοι σέ τοῦτα τ' ἀγκάθια
ἥλιου κι ἐλπίδας
κρεμασμένοι λάμπουμε
μικρά χρυσά μέλη
εἰκόνας θαυματουργῆς.

(Τῆς Χάρης Της, Τῆνος 1973)


13. Τό φάρμακο

Φάρμακο ὅλο τό σπίτι
βρωμᾶ πνίγει.
Λαίμαργες, ἀνίκανες ν' ἀντισταθοῦν
βγαίνουν οἱ κατσαρίδες
σφαδάζουν σ' αὐτό τό γλυκό πράμα
παγιδευμένα ἅρματα μάχης.

Δέ μπορῶ πιά
συντριμμένη ἀπ' αὐτό πού κατέβηκε
ὁρμητικό πάνω μου
ματώνοντας
γιατί ὅταν μέ εἶδαν
φώναξαν μέ φρίκη
καί μ' ἔβγαλαν
ἔξω ἀπό τή μάχη.

Βουλιάζοντας στό δικό μου αἷμα
οἱ κεραῖες μου
σπασμένες πιάνουν τόν κώδικα
πού κι οἱ ἄλλοι ὅταν εἶναι
πολύ ἀργά θά διαβάσουν.
Φαρμάκι αὐτό τό σπίτι
φαρμάκι.

(Νοέμβρης '73)


14. Γιάννενα

Παίζουν πόκα στά καφενεῖα,
παίζουν πρέφα,
πηχτή ὁμίχλη μᾶς
ἀποκηρύσσει στήν ἀνία.

Πίσω ἀπό καφασωτά
οἱ τρεῖς γριές
κουτσομπόλισσες κόβουν
καί ράβουνε μέρες.

Φορῶ τ' ἀμπέχωνό σου
ἐγώ, ὁ Πάτροκλός σου,
τῆς ἀγάπης ἡ ἁρματωσιά,
προφυλαχτικό.

Ἐδῶ οἱ μέρες κατεβαίνουν
σάν τσοπάνηδες ἀπ' ἄγριες
ἀπάτητες μοναξιές
ὁδηγώντας στή σφαγή

λευκούς ἐραστές
πού μᾶς ζέσταιναν
σέ λερωμένες προβιές
χιονιοῦ κι ἐρημιᾶς.

Ἀστραπές πάνω ἀπ' τή λίμνη
ἀνασύρουν τήν κυρά Φροσύνη
δεμένη μές στό σακκί της
κρύα. Ποτίζω τό βασιλικό,

μπαλώνω τίς κάλτσες σου,
μπαλώνω τίς μέρες μας,
γιά μιά μέλλουσα -
θά 'λεγες - χρήση.


15. Ἀλλά

Ποιήματα σάν ψέματα
αἵματα πού πήζουν
μυθιστόρημα ἐγώ
ἐξωμήτριος
μ' ἀρέσουν
καπέλλα πού παίρνει
κυπαρίσσια πού λυγίζει
ὁ ἄνεμος
ἄνθρωποι πού πέφτουν
ἀπορριγμένοι στό ἔσχατο
ἐλάχιστο δωμάτιο τοῦ στενόμακρου
ἄσπρου σπιτιοῦ "Ἀλλά".

Δωρεάν Διαδρομή [α]

1. Ἡ σύζυγος Μούσα

Καισαρική τομή ἡ ποίηση᾿
βγάζω ἕνα ἥσυχο
γαλανό μωρό,
ἔκθετο ἀρνητικό.

Ὅμως ἐκτός ἀπ' αὐτό
τί ἄλλο ἔχω;
Ἄν κι ἡ πρώτη νύχτα
κι ὅλες οἱ ἄλλες

ἦταν βιασμός!


2. Ἐν μέσῃ καμίνῳ

Ἐν μέσῃ καμίνῳ
σήκωσα τό βαρύ σφυρί
μέ μιά
μόνη σφυριά
ἄνοιξα τό κεφάλι.

Βρῆκα τή φλέβα᾿
ἀτόφιο χρυσάφι
τοῦ πατέρα μου τά δόντια.


3. Τό ἀσανσέρ

"Στό ἀσανσέρ θά μπῶ.
Μέ περιμένει
ὁ βιαστής δολοφόνος μου
μαζί ν' ἀναληφτοῦμε!"

Τραγούδησε τό παιδί
κι ὁ λαιμός του φέρνει
τῶν λόγων μελανά σημάδια.
Κόλλησε τό μαῦρο κουτί.

Ἐσύ
κάλεσε
κι ἀνάμενε
τήν κάθοδό σου.


4. Προβολή

Πάνω στή μηχανή προβολῆς
νεκρός ὁ χειριστής,
μεροκάματο κι αὐτό
σέ θάλαμο σκοτεινό.

Λαχανιάζει ἡ μηχανή
ἀναστενάζει ἡ ταινία,
βρώμικη ἱστορία κι αὐτή
στά σκοτεινά σκοντάφτει.

Ἀθῶα δῆθεν συναντᾶμε
ἄγνωστα χέρια, γόνατα᾿
βρῆκε μόνο του
ὁ δολοφόνος τό θύμα.

Ἀπό ψηλά σκιές εὐλογεῖ
μέ σκιές, φωτεινή δέσμη,
μαῦρο μοναχικό κελλί
μαῦρο μοναχικό μάτι.


5. Ἰδιωτεία

Μοῦ συνέβηκε
ὁ ἑαυτός μου
σά δυστύχημα,
ὑγρή ἑλληνική ταινία
"Μάνα δέ θέλω νά γεράσω ἐδῶ."

Στριγγλίζει
αὐτό πού χτύπησε
καί χτυπήθηκε
καί σ' ἐγκαταλείπουν
στό δικό σου αἷμα νά πνίγεσαι.

Κομμένο ὑστερικό φῶς
φτύνεις φόβο, πλήξη
βωβή μέσα σ' ἕνα λαό
ἀδιάβροχες λέξεις,
βασανισμένες κυνηγημένες ἐκφράσεις.

Εἶσαι ἀκατάλληλη. Σάν τό λαό σου
φθαρμένη. Ἀπαγορευμένη.


6. Γαλάζια Rover

Ἄψογη κυρά
μ' ἀνώτερη συμπεριφορά
γνήσια γαλάζια Rover.
Στόμα σκοτεινό ρονρονίζοντας γλυκά,
στέγη ἀπό βροχή, κρύο καί κακό,
σ' Εὐρώπη κι Ἰνδίες τούς σύστησε
ἀποστάσεις στήνοντας ἀνάμεσα
σ' ἀπρονόητους ἐραστές
κι ἐκείνους πού κυνηγᾶνε
ὀφειλέτες.
Τελικά
πιάστηκαν.
Στραβοτιμονιά καμμιά
κανένα φταίξιμο τῆς γλυκειᾶς κυρᾶς.

Στέρεψαν
κι ἔσβησαν.

Τελευταῖα
ἀπ' ὅσα εἶχαν καί δέν εἶχαν
τήν πούλησαν.


7. Σοῦ 'κλεψα

Φεύγοντας σοῦ 'κλεψα
τήν ὀδοντόβουρτσα.
Παλιά τριμμένη μισοφαγωμένη
δέ φαντάζομαι
νά σοῦ ἔλειψε.

Καιρός ἦταν
νά πάρεις μιά καινούργια.
Ἐγώ κάθε πρωΐ
τά δόντια μου
μέ τήν ὀδοντόβουρτσά σου πλένω

στό στόμα μου
τό στόμα σου
τή δική σου γεύση
φιλώντας.

Ὅσο καιρό μοῦ κρατήσει
δέ θά φύγει
ἀπό τό στόμα μου
ἡ γλώσσα σου.


8. Λεωφόρος Συγγροῦ

Ἐάν αὐτός ὁ ταξιτζής
μοῦ κάνει πρόταση γάμου
θά δεχτῶ.
Θέλω μιά διαδρομή δωρεάν.
Νά δῶ νά λάμπουν
στό Δέλτα ἀτσαλένια
τά φαληρικά ὕδατα.
Νά καθήσω στό Ἐδέμ
-ὄχι τόν κῆπο- τό καφενεῖο
νά πιῶ τόν καφέ μου.
Κι ἡ θάλασσα νά ξερνᾶ
πετρέλαιο κι αὐτόχειρες
καθώς ἡ μέρα ἰριδίζει
φρέσκο ψάρι πού ἀπολεπίζεις.

Κάποτε θά τελειώνει ἡ Λεωφόρος Συγγροῦ.
Δέ γίνεται νά λέγεται ζωή
ἡ ἀναμμένη μηχανή πού βρυχιέται
ἀνυπόμονη.
Τά φῶτα πού ψάχνουν
σβήνουν πάνω μου.
Μόνον οἱ ἐραστές, ἀσφαλισμένοι
στῶν αὐτοκινήτων τους
τ' ἀτσαλένιο ἐνυδρεῖο,
καταδύονται στό δικό τους βυθό,
σιωπηλοί δύτες
πνιγμένοι ἀπό καιρό.


9. Στάση Ἐδέμ

Πιστή στό κάλεσμα τοῦ κυνηγοῦ
σκύλα ἡ θάλασσα
στή μουσούδα της τήν κράτησε
στά βράχια παραδίνοντάς την
σημείωμα τσακισμένο
πλάϊ στά διπλωμένα
ταχτικά ροῦχα της.

Ἄνοιξε ὁ ἀστυνόμος
μαύρη ὀμπρέλα
ἀπό τήν ἤρεμη βροχή
στέγη νά βροῦν τά στοιχεῖα.

Στάση Ἐδέμ! Ἐδῶ τό τέρμα
κι ἡ ἀφετηρία,
φωνάζει ὁ εἰσπράκτορας
κι ὁ περίεργος ὄχλος
μπαίνει στό λεωφορεῖο.